Λάτμιον

Λάτμιον
Λάτμιος
masc acc sg
Λάτμιος
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κνώσσω — (Α) 1. κοιμάμαι («περίφρων Πηνελόπεια ἡδὺ μάλα κνώσσουσ ἐν ὀνειρείησι πύλῃσιν», Ομ. Οδ.) 2. παροιμ. «Λάτμιον κνώσσεις» μένεις ακίνητος σαν σβούρα, δηλαδή στριφογυρίζεις συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. θυμίζει το ὑπν ώσσω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”